Γιρλάντες χειρός
Η Ινδική γιρλάντα Τσαπμάλα
Η παράδοση λέει ότι πριν από 2.500 εώς 2.800 χρόνια στην Βόρεια Ινδία ο μαθητής πνευματικού διδασκάλου δεν ήξερε να μετράει. Έπρεπε όμως να πει 108 προσευχές. Τότε ο δάσκαλος τρύπησε 108 κουκούτσια, τα πέρασε σε ένα σπάγκο, έδεσε κόμπο τις δύο άκρες κι έτσι γεννήθηκε το εργαλείο – γιρλάντα που κάνουμε ορισμένο αριθμό προσευχών χωρίς να τις μετρήσουμε. Μ’ αυτή τη γιρλάντα ο προσευχόμενος ακουμπώντας το κάθε κουκούτσι έλεγε και μία προσευχή. Όταν είχε ακουμπήσει από μια φορά όλα τα κουκούτσια είχε πει το σωστό αριθμό προσευχών χωρίς να τις μετρήσει. Αυτή η γιρλάντα θεωρείτε από τη λαογραφία ως το πρώτο εργαλείο μέτρησης ορισμένου αριθμού προσευχών. Τη γιρλάντα αυτή οι Ινδοί την λένε τσαπμάλα.
Μπεγλέρι ή παίχτης
Όπως προαναφέρθηκε κάθε κοινωνική ομάδα και κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται τις γιρλάντες χειρός ανάλογα με την προσωπικότητά του και την χρησιμοποιεί αντίστοιχα. Όταν οι αργόσχολοι, ο υπόκοσμος και γενικά οι ανένταχτοι στην κοινωνία, συναντήθηκαν με το τεσμπίχι, επηρεάστηκαν από αυτό και εμπνεύστηκαν τη δική τους γιρλάντα. Πέρασαν 16 χάντρες σε ένα σκοινάκι, έδεσαν τις δύο άκρες και εκεί κρέμασε ο καθένας ό, τι ήθελε. Άλλος μία χάντρα, άλλος δύο ή ένα σταυρό ή κάποιο γούρι. Οι χάντρες ήταν από ευτελή υλικά. Τη γιρλάντα αυτή την στριφογυρνούσαν στο χέρι τους σαν έλικα αεροπλάνου. Άλλοτε αριστερόστροφα και άλλοτε δεξιόστροφα. Στην συνέχεια διέκοπταν τις περιστροφές και βροντοχτυπούσαν τις χάντρες μεταξύ τους. Αυτή τη γιρλάντα την ονόμασαν μπεγλέρι διότι το στριφογύρισμα το έκαναν με μάγκικη χειρονομία όπως οι «ταβλαδόροι» μπεγλεράνε (κουνάνε μέσα τη χούφτα τους) τα ζάρια. Είπαν και παίχτη αυτή τη γιρλάντα, διότι μ’ αυτήν έπαιζαν. Το όνομα παίχτης όμως παραμερίστηκε και επικράτησε το όνομα μπεγλέρι.
Η νεολαία του ’80 έφτιαξε και αυτή το δικό της αντικείμενο με το οποίο απασχολούσε τα χέρια της και όχι μόνο. Ήταν ένα σκοινάκι 15 εκατοστών περίπου, όπου σ’ αυτό είχαν περάσει δύο...
Από το κομπολόι στο εύχαντρον
Όταν απελευθερωθήκαμε από τους Τούρκους ανασκουμπωθήκαμε για την αναγέννησή μας. Τα «κομπολόγια» μπήκαν στο συρτάρι των αναμνήσεων και της λήθης. Παρέμειναν μόνο στα χέρια των αργόσχολων και του υπόκοσμου στριφογυριζόμενα αφήνοντας ήχους από το βροντοχτύπημα των χαντρών για να μας θυμίζουν ότι υπάρχουν πάντοτε άνθρωποι και άνθρωποι όπως κομπολόγια και κομπολόγια.
Στις μέρες μας οι άνθρωποι ανταγωνίζονται εξαντλητικά, είναι στρεσαρισμένοι, αγχωμένοι, πίνουν ψυχοφάρμακα ποτά τσιγάρα, επιδεικνύονται και «τρέχουν σαν τρελοί». Τα προβλήματα αυτά τους ωθούν στην αναζήτηση τρόπου αντιμετώπισής αυτών που τους βασανίζουν και έτσι ανατρέχουν στις γιρλάντες - «κομπολόγια» που χαλαρώνουν, που θεραπεύουν, που αφυπνίζουν τη δημιουργική φαντασία. Γι’ αυτό, οι γιρλάντες – «κομπολόγια» επανεμφανίστηκαν σαν καλές νεράιδες που με μαγική δύναμη γοητεύουν όλο και περισσότερους ανθρώπους κάθε φύλου, τάξης και εθνικότητας.
Τώρα λοιπόν που το τοπίο γύρω από τις γιρλάντες ξεκαθάρισε και βεβαιωθήκαμε ότι η νέα γιρλάντα που φτιάξαμε κατά την Τουρκοκρατία και κρατάμε αρκετοί πάλι σήμερα δεν είναι κομπολόι και είναι λάθος να την λέμε έτσι, τώρα λοιπόν ζητάω την άδεια από όλους σας, να δώσω ένα όνομα σ΄...